- οἴστρημα
- οἴστρ-ημα, ατος, τό,A the smart of a gadfly's sting, metaph.,
κέντρων οἴ. S.OT1318
; -ήματα λύσσης ravings of madness, AP6.51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέντρων οἴ. S.OT1318
; -ήματα λύσσης ravings of madness, AP6.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οίστρημα — οἴστρημα, τὸ (Α) [οιστρώ] (ποιητ. τ.) 1. τσίμπημα οίστρου, αλογόμυγας, το οποίο προκαλεί μανία 2. φρ. «οἰστρήματα λύσσης» οι παράφρονες εκδηλώσεις τής μανίας … Dictionary of Greek
οἴστρημα — the smart of a gadfly s sting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστρήμασι — οἴστρημα the smart of a gadfly s sting neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστρήματα — οἴστρημα the smart of a gadfly s sting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)